Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμηνύω
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμιμέομαι
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
καταμνημονεύω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμόσχευσις
καταμοσχεύω
καταμουσίζω
καταμουσόω
κατάμπελος
View word page
κατάμοιχος
adulterer

ShortDef

adulterer

Debugging

Headword:
κατάμοιχος
Headword (normalized):
κατάμοιχος
Headword (normalized/stripped):
καταμοιχος
IDX:
46092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46093
Key:

Data

{'content': 'adulterer'}