Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμιμέομαι
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
καταμνημονεύω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμόσχευσις
καταμοσχεύω
καταμουσίζω
καταμουσόω
View word page
καταμοιχεύω
seduce
ShortDef
seduce
Debugging
Headword:
καταμοιχεύω
Headword (normalized):
καταμοιχεύω
Headword (normalized/stripped):
καταμοιχευω
IDX:
46091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46092
Key:
Data
{'content': 'seduce'}