Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμιμέομαι
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
καταμνημονεύω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμόσχευσις
καταμοσχεύω
View word page
κατάμιτον
in a series, one after another
ShortDef
in a series, one after another
Debugging
Headword:
κατάμιτον
Headword (normalized):
κατάμιτον
Headword (normalized/stripped):
καταμιτον
IDX:
46089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46090
Key:
Data
{'content': 'in a series, one after another'}