Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμίλλημα
ἁμιλλητέον
ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητήριος
ἁμιλλητικός
ἀμίλτωτος
ἀμιμητόβιοι
ἀμιμητόβιος
ἀμίμητος
ἀμιξία
ἅμιππος
ἀμίς
ἀμίσαλλος
ἀμισής
ἀμισθί
ἀμισθία
ἄμισθος
ἀμίσθωτος
Ἀμίστρης
ἀμίστυλλος
ἄμισχος
View word page
ἅμιππος
keeping up with horses

ShortDef

keeping up with horses

Debugging

Headword:
ἅμιππος
Headword (normalized):
ἅμιππος
Headword (normalized/stripped):
αμιππος
IDX:
4608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4609
Key:

Data

{'content': 'keeping up with horses'}