Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμήνιος
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμιμέομαι
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
καταμνημονεύω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμόσχευσις
View word page
καταμισθοφορέω
to spend in paying

ShortDef

to spend in paying

Debugging

Headword:
καταμισθοφορέω
Headword (normalized):
καταμισθοφορέω
Headword (normalized/stripped):
καταμισθοφορεω
IDX:
46088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46089
Key:

Data

{'content': 'to spend in paying'}