Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμηλόω
καταμήνιος
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμιμέομαι
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
καταμνημονεύω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
View word page
καταμισθοδοτέω
corruptbyhighpay

ShortDef

corruptbyhighpay

Debugging

Headword:
καταμισθοδοτέω
Headword (normalized):
καταμισθοδοτέω
Headword (normalized/stripped):
καταμισθοδοτεω
IDX:
46087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46088
Key:

Data

{'content': 'corruptbyhighpay'}