Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμηκύνω
καταμηλόω
καταμήνιος
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμιμέομαι
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
καταμνημονεύω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
View word page
καταμιμέομαι
burlesque
ShortDef
burlesque
Debugging
Headword:
καταμιμέομαι
Headword (normalized):
καταμιμέομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμιμεομαι
IDX:
46086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46087
Key:
Data
{'content': 'burlesque'}