Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμετρητικός
καταμηκύνω
καταμηλόω
καταμήνιος
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμιμέομαι
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
καταμνημονεύω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
καταμονή
View word page
καταμιαιφονέομαι
defile oneself with bloodshed

ShortDef

defile oneself with bloodshed

Debugging

Headword:
καταμιαιφονέομαι
Headword (normalized):
καταμιαιφονέομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμιαιφονεομαι
IDX:
46085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46086
Key:

Data

{'content': 'defile oneself with bloodshed'}