Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμετρητέον
καταμετρητικός
καταμηκύνω
καταμηλόω
καταμήνιος
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμιμέομαι
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
καταμνημονεύω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
καταμολύνω
κατάμομφος
View word page
καταμιαίνω
to taint, defile

ShortDef

to taint, defile

Debugging

Headword:
καταμιαίνω
Headword (normalized):
καταμιαίνω
Headword (normalized/stripped):
καταμιαινω
IDX:
46084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46085
Key:

Data

{'content': 'to taint, defile'}