Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμέτρημα
καταμέτρησις
καταμετρητέον
καταμετρητικός
καταμηκύνω
καταμηλόω
καταμήνιος
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμιμέομαι
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
καταμνημονεύω
καταμοιχεύω
κατάμοιχος
View word page
καταμηνύω
to point out, make known, indicate

ShortDef

to point out, make known, indicate

Debugging

Headword:
καταμηνύω
Headword (normalized):
καταμηνύω
Headword (normalized/stripped):
καταμηνυω
IDX:
46082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46083
Key:

Data

{'content': 'to point out, make known, indicate'}