Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμετρέω
καταμέτρημα
καταμέτρησις
καταμετρητέον
καταμετρητικός
καταμηκύνω
καταμηλόω
καταμήνιος
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμιμέομαι
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
καταμνημονεύω
καταμοιχεύω
View word page
καταμηνυτής
informer
ShortDef
informer
Debugging
Headword:
καταμηνυτής
Headword (normalized):
καταμηνυτής
Headword (normalized/stripped):
καταμηνυτης
IDX:
46081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46082
Key:
Data
{'content': 'informer'}