Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμέστιος
καταμεστόω
καταμετρέω
καταμέτρημα
καταμέτρησις
καταμετρητέον
καταμετρητικός
καταμηκύνω
καταμηλόω
καταμήνιος
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμιμέομαι
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
κατάμιτον
View word page
καταμηνιώδης
subject to menstruation

ShortDef

subject to menstruation

Debugging

Headword:
καταμηνιώδης
Headword (normalized):
καταμηνιώδης
Headword (normalized/stripped):
καταμηνιωδης
IDX:
46079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46080
Key:

Data

{'content': 'subject to menstruation'}