Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμέρισις
καταμέστιος
καταμεστόω
καταμετρέω
καταμέτρημα
καταμέτρησις
καταμετρητέον
καταμετρητικός
καταμηκύνω
καταμηλόω
καταμήνιος
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμιμέομαι
καταμισθοδοτέω
καταμισθοφορέω
View word page
καταμήνιος
monthly; (subst.) menses, menstruation

ShortDef

monthly; (subst.) menses, menstruation

Debugging

Headword:
καταμήνιος
Headword (normalized):
καταμήνιος
Headword (normalized/stripped):
καταμηνιος
IDX:
46078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46079
Key:

Data

{'content': 'monthly; (subst.) menses, menstruation'}