Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμερίζω
καταμέρισις
καταμέστιος
καταμεστόω
καταμετρέω
καταμέτρημα
καταμέτρησις
καταμετρητέον
καταμετρητικός
καταμηκύνω
καταμηλόω
καταμήνιος
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμιμέομαι
καταμισθοδοτέω
View word page
καταμηλόω
to put in a probe

ShortDef

to put in a probe

Debugging

Headword:
καταμηλόω
Headword (normalized):
καταμηλόω
Headword (normalized/stripped):
καταμηλοω
IDX:
46077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46078
Key:

Data

{'content': 'to put in a probe'}