Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμένω
καταμερίζω
καταμέρισις
καταμέστιος
καταμεστόω
καταμετρέω
καταμέτρημα
καταμέτρησις
καταμετρητέον
καταμετρητικός
καταμηκύνω
καταμηλόω
καταμήνιος
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
καταμιμέομαι
View word page
καταμηκύνω
lengthen out

ShortDef

lengthen out

Debugging

Headword:
καταμηκύνω
Headword (normalized):
καταμηκύνω
Headword (normalized/stripped):
καταμηκυνω
IDX:
46076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46077
Key:

Data

{'content': 'lengthen out'}