Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμέρισις
καταμέστιος
καταμεστόω
καταμετρέω
καταμέτρημα
καταμέτρησις
καταμετρητέον
καταμετρητικός
καταμηκύνω
καταμηλόω
καταμήνιος
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηχανάομαι
καταμιαίνω
καταμιαιφονέομαι
View word page
καταμετρητικός
of or for measuring

ShortDef

of or for measuring

Debugging

Headword:
καταμετρητικός
Headword (normalized):
καταμετρητικός
Headword (normalized/stripped):
καταμετρητικος
IDX:
46075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46076
Key:

Data

{'content': 'of or for measuring'}