Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμέρισις
καταμέστιος
καταμεστόω
καταμετρέω
καταμέτρημα
καταμέτρησις
καταμετρητέον
καταμετρητικός
καταμηκύνω
καταμηλόω
καταμήνιος
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
καταμηνυτής
καταμηνύω
καταμηχανάομαι
View word page
καταμέτρησις
measuring out
ShortDef
measuring out
Debugging
Headword:
καταμέτρησις
Headword (normalized):
καταμέτρησις
Headword (normalized/stripped):
καταμετρησις
IDX:
46073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46074
Key:
Data
{'content': 'measuring out'}