Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμέρισις
καταμέστιος
καταμεστόω
καταμετρέω
καταμέτρημα
καταμέτρησις
καταμετρητέον
καταμετρητικός
καταμηκύνω
καταμηλόω
καταμήνιος
καταμηνιώδης
καταμήνυσις
View word page
καταμεστόω
fill quite full of

ShortDef

fill quite full of

Debugging

Headword:
καταμεστόω
Headword (normalized):
καταμεστόω
Headword (normalized/stripped):
καταμεστοω
IDX:
46070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46071
Key:

Data

{'content': 'fill quite full of'}