Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμέρισις
καταμέστιος
καταμεστόω
καταμετρέω
καταμέτρημα
καταμέτρησις
καταμετρητέον
καταμετρητικός
καταμηκύνω
καταμηλόω
καταμήνιος
καταμηνιώδης
View word page
καταμέστιος
quite full
ShortDef
quite full
Debugging
Headword:
καταμέστιος
Headword (normalized):
καταμέστιος
Headword (normalized/stripped):
καταμεστιος
IDX:
46069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46070
Key:
Data
{'content': 'quite full'}