Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἅμιλλα
ἁμιλλάομαι
ἁμίλλημα
ἁμιλλητέον
ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητήριος
ἁμιλλητικός
ἀμίλτωτος
ἀμιμητόβιοι
ἀμιμητόβιος
ἀμίμητος
ἀμιξία
ἅμιππος
ἀμίς
ἀμίσαλλος
ἀμισής
ἀμισθί
ἀμισθία
ἄμισθος
ἀμίσθωτος
Ἀμίστρης
View word page
ἀμίμητος
inimitable
ShortDef
inimitable
Debugging
Headword:
ἀμίμητος
Headword (normalized):
ἀμίμητος
Headword (normalized/stripped):
αμιμητος
IDX:
4606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4607
Key:
Data
{'content': 'inimitable'}