Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμελεϊστί
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμέρισις
καταμέστιος
καταμεστόω
καταμετρέω
καταμέτρημα
καταμέτρησις
καταμετρητέον
καταμετρητικός
καταμηκύνω
καταμηλόω
καταμήνιος
View word page
καταμέρισις
division into parts

ShortDef

division into parts

Debugging

Headword:
καταμέρισις
Headword (normalized):
καταμέρισις
Headword (normalized/stripped):
καταμερισις
IDX:
46068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46069
Key:

Data

{'content': 'division into parts'}