Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάμειξις
καταμελαίνω
καταμελεϊστί
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμέρισις
καταμέστιος
καταμεστόω
καταμετρέω
καταμέτρημα
καταμέτρησις
καταμετρητέον
καταμετρητικός
καταμηκύνω
View word page
καταμένω
to stay behind, stay

ShortDef

to stay behind, stay

Debugging

Headword:
καταμένω
Headword (normalized):
καταμένω
Headword (normalized/stripped):
καταμενω
IDX:
46066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46067
Key:

Data

{'content': 'to stay behind, stay'}