Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
καταμελεϊστί
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμέρισις
καταμέστιος
καταμεστόω
καταμετρέω
καταμέτρημα
καταμέτρησις
καταμετρητέον
καταμετρητικός
View word page
κατάμεμψις
a blaming, finding fault

ShortDef

a blaming, finding fault

Debugging

Headword:
κατάμεμψις
Headword (normalized):
κατάμεμψις
Headword (normalized/stripped):
καταμεμψις
IDX:
46065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46066
Key:

Data

{'content': 'a blaming, finding fault'}