Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμεικτέον
καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
καταμελεϊστί
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμέρισις
καταμέστιος
καταμεστόω
καταμετρέω
καταμέτρημα
καταμέτρησις
καταμετρητέον
View word page
καταμέμφομαι
to find great fault with, blame greatly, accuse

ShortDef

to find great fault with, blame greatly, accuse

Debugging

Headword:
καταμέμφομαι
Headword (normalized):
καταμέμφομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμεμφομαι
IDX:
46064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46065
Key:

Data

{'content': 'to find great fault with, blame greatly, accuse'}