Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμειδιάω
καταμεικτέον
καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
καταμελεϊστί
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμέρισις
καταμέστιος
καταμεστόω
καταμετρέω
καταμέτρημα
καταμέτρησις
View word page
κατάμεμπτος
blamed by all, abhorred

ShortDef

blamed by all, abhorred

Debugging

Headword:
κατάμεμπτος
Headword (normalized):
κατάμεμπτος
Headword (normalized/stripped):
καταμεμπτος
IDX:
46063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46064
Key:

Data

{'content': 'blamed by all, abhorred'}