Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμείγνυμι
καταμειδιάω
καταμεικτέον
καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
καταμελεϊστί
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμέρισις
καταμέστιος
καταμεστόω
καταμετρέω
καταμέτρημα
View word page
καταμέλλω
procrastinate

ShortDef

procrastinate

Debugging

Headword:
καταμέλλω
Headword (normalized):
καταμέλλω
Headword (normalized/stripped):
καταμελλω
IDX:
46062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46063
Key:

Data

{'content': 'procrastinate'}