Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμείβω
καταμείγνυμι
καταμειδιάω
καταμεικτέον
καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
καταμελεϊστί
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμέρισις
καταμέστιος
καταμεστόω
καταμετρέω
View word page
καταμελιτόω
to spread over with honey
ShortDef
to spread over with honey
Debugging
Headword:
καταμελιτόω
Headword (normalized):
καταμελιτόω
Headword (normalized/stripped):
καταμελιτοω
IDX:
46061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46062
Key:
Data
{'content': 'to spread over with honey'}