Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμεθύω
καταμείβω
καταμείγνυμι
καταμειδιάω
καταμεικτέον
καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
καταμελεϊστί
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμέρισις
καταμέστιος
καταμεστόω
View word page
καταμελέω
to take no care of

ShortDef

to take no care of

Debugging

Headword:
καταμελέω
Headword (normalized):
καταμελέω
Headword (normalized/stripped):
καταμελεω
IDX:
46060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46061
Key:

Data

{'content': 'to take no care of'}