Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀμίλκας
ἅμιλλα
ἁμιλλάομαι
ἁμίλλημα
ἁμιλλητέον
ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητήριος
ἁμιλλητικός
ἀμίλτωτος
ἀμιμητόβιοι
ἀμιμητόβιος
ἀμίμητος
ἀμιξία
ἅμιππος
ἀμίς
ἀμίσαλλος
ἀμισής
ἀμισθί
ἀμισθία
ἄμισθος
ἀμίσθωτος
View word page
ἀμιμητόβιος
inimitable in one's life

ShortDef

inimitable in one's life

Debugging

Headword:
ἀμιμητόβιος
Headword (normalized):
ἀμιμητόβιος
Headword (normalized/stripped):
αμιμητοβιος
IDX:
4605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4606
Key:

Data

{'content': "inimitable in one's life"}