Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμεγαλαυχέομαι
καταμεθύσκω
καταμεθύω
καταμείβω
καταμείγνυμι
καταμειδιάω
καταμεικτέον
καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
καταμελεϊστί
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
καταμέρισις
View word page
καταμελεϊστί
limb by limb

ShortDef

limb by limb

Debugging

Headword:
καταμελεϊστί
Headword (normalized):
καταμελεϊστί
Headword (normalized/stripped):
καταμελειστι
IDX:
46058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46059
Key:

Data

{'content': 'limb by limb'}