Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμβλύνω
καταμεγαλαυχέομαι
καταμεθύσκω
καταμεθύω
καταμείβω
καταμείγνυμι
καταμειδιάω
καταμεικτέον
καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
καταμελεϊστί
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζω
View word page
καταμελαίνω
make black, darken

ShortDef

make black, darken

Debugging

Headword:
καταμελαίνω
Headword (normalized):
καταμελαίνω
Headword (normalized/stripped):
καταμελαινω
IDX:
46057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46058
Key:

Data

{'content': 'make black, darken'}