Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμάω
καταμβλύνω
καταμεγαλαυχέομαι
καταμεθύσκω
καταμεθύω
καταμείβω
καταμείγνυμι
καταμειδιάω
καταμεικτέον
καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
καταμελεϊστί
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
View word page
κατάμειξις
admixture

ShortDef

admixture

Debugging

Headword:
κατάμειξις
Headword (normalized):
κατάμειξις
Headword (normalized/stripped):
καταμειξις
IDX:
46056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46057
Key:

Data

{'content': 'admixture'}