Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεγαλαυχέομαι
καταμεθύσκω
καταμεθύω
καταμείβω
καταμείγνυμι
καταμειδιάω
καταμεικτέον
καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
καταμελεϊστί
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
View word page
καταμειλίσσομαι
appease
ShortDef
appease
Debugging
Headword:
καταμειλίσσομαι
Headword (normalized):
καταμειλίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμειλισσομαι
IDX:
46055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46056
Key:
Data
{'content': 'appease'}