Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμάχησις
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεγαλαυχέομαι
καταμεθύσκω
καταμεθύω
καταμείβω
καταμείγνυμι
καταμειδιάω
καταμεικτέον
καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
καταμελεϊστί
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
View word page
καταμεικτέον
one must mix
ShortDef
one must mix
Debugging
Headword:
καταμεικτέον
Headword (normalized):
καταμεικτέον
Headword (normalized/stripped):
καταμεικτεον
IDX:
46054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46055
Key:
Data
{'content': 'one must mix'}