Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταματτεύομαι
καταμάχησις
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεγαλαυχέομαι
καταμεθύσκω
καταμεθύω
καταμείβω
καταμείγνυμι
καταμειδιάω
καταμεικτέον
καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
καταμελεϊστί
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
View word page
καταμειδιάω
smile at, despise

ShortDef

smile at, despise

Debugging

Headword:
καταμειδιάω
Headword (normalized):
καταμειδιάω
Headword (normalized/stripped):
καταμειδιαω
IDX:
46053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46054
Key:

Data

{'content': 'smile at, despise'}