Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμαστίζω
κατάμαστρος
καταματτεύομαι
καταμάχησις
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεγαλαυχέομαι
καταμεθύσκω
καταμεθύω
καταμείβω
καταμείγνυμι
καταμειδιάω
καταμεικτέον
καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
καταμελεϊστί
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
View word page
καταμείβω
to be divided between

ShortDef

to be divided between

Debugging

Headword:
καταμείβω
Headword (normalized):
καταμείβω
Headword (normalized/stripped):
καταμειβω
IDX:
46051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46052
Key:

Data

{'content': 'to be divided between'}