Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμαστιγόω
καταμαστίζω
κατάμαστρος
καταματτεύομαι
καταμάχησις
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεγαλαυχέομαι
καταμεθύσκω
καταμεθύω
καταμείβω
καταμείγνυμι
καταμειδιάω
καταμεικτέον
καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
καταμελεϊστί
καταμελετάω
καταμελέω
View word page
καταμεθύω
rave in drunken style against
ShortDef
rave in drunken style against
Debugging
Headword:
καταμεθύω
Headword (normalized):
καταμεθύω
Headword (normalized/stripped):
καταμεθυω
IDX:
46050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46051
Key:
Data
{'content': 'rave in drunken style against'}