Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμάσσω
καταμαστιγόω
καταμαστίζω
κατάμαστρος
καταματτεύομαι
καταμάχησις
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεγαλαυχέομαι
καταμεθύσκω
καταμεθύω
καταμείβω
καταμείγνυμι
καταμειδιάω
καταμεικτέον
καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
καταμελεϊστί
καταμελετάω
View word page
καταμεθύσκω
to make quite drunk

ShortDef

to make quite drunk

Debugging

Headword:
καταμεθύσκω
Headword (normalized):
καταμεθύσκω
Headword (normalized/stripped):
καταμεθυσκω
IDX:
46049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46050
Key:

Data

{'content': 'to make quite drunk'}