Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμασάομαι
καταμάσσω
καταμαστιγόω
καταμαστίζω
κατάμαστρος
καταματτεύομαι
καταμάχησις
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεγαλαυχέομαι
καταμεθύσκω
καταμεθύω
καταμείβω
καταμείγνυμι
καταμειδιάω
καταμεικτέον
καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
καταμελεϊστί
View word page
καταμεγαλαυχέομαι
exalt oneself against

ShortDef

exalt oneself against

Debugging

Headword:
καταμεγαλαυχέομαι
Headword (normalized):
καταμεγαλαυχέομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμεγαλαυχεομαι
IDX:
46048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46049
Key:

Data

{'content': 'exalt oneself against'}