Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμαρτύρομαι
καταμασάομαι
καταμάσσω
καταμαστιγόω
καταμαστίζω
κατάμαστρος
καταματτεύομαι
καταμάχησις
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεγαλαυχέομαι
καταμεθύσκω
καταμεθύω
καταμείβω
καταμείγνυμι
καταμειδιάω
καταμεικτέον
καταμειλίσσομαι
κατάμειξις
καταμελαίνω
View word page
καταμβλύνω
to blunt

ShortDef

to blunt

Debugging

Headword:
καταμβλύνω
Headword (normalized):
καταμβλύνω
Headword (normalized/stripped):
καταμβλυνω
IDX:
46047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46048
Key:

Data

{'content': 'to blunt'}