Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμαρτύρομαι
καταμασάομαι
καταμάσσω
καταμαστιγόω
καταμαστίζω
κατάμαστρος
καταματτεύομαι
καταμάχησις
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεγαλαυχέομαι
καταμεθύσκω
καταμεθύω
καταμείβω
καταμείγνυμι
καταμειδιάω
καταμεικτέον
View word page
καταμάχησις
subduing, conquest

ShortDef

subduing, conquest

Debugging

Headword:
καταμάχησις
Headword (normalized):
καταμάχησις
Headword (normalized/stripped):
καταμαχησις
IDX:
46044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46045
Key:

Data

{'content': 'subduing, conquest'}