Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμαραίνω
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμαρτύρομαι
καταμασάομαι
καταμάσσω
καταμαστιγόω
καταμαστίζω
κατάμαστρος
καταματτεύομαι
καταμάχησις
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεγαλαυχέομαι
καταμεθύσκω
καταμεθύω
καταμείβω
καταμείγνυμι
καταμειδιάω
View word page
καταματτεύομαι
to be tickled

ShortDef

to be tickled

Debugging

Headword:
καταματτεύομαι
Headword (normalized):
καταματτεύομαι
Headword (normalized/stripped):
καταματτευομαι
IDX:
46043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46044
Key:

Data

{'content': 'to be tickled'}