Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
καταμαραίνω
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμαρτύρομαι
καταμασάομαι
καταμάσσω
καταμαστιγόω
καταμαστίζω
κατάμαστρος
καταματτεύομαι
καταμάχησις
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεγαλαυχέομαι
καταμεθύσκω
καταμεθύω
View word page
καταμαστιγόω
scourge
ShortDef
scourge
Debugging
Headword:
καταμαστιγόω
Headword (normalized):
καταμαστιγόω
Headword (normalized/stripped):
καταμαστιγοω
IDX:
46040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46041
Key:
Data
{'content': 'scourge'}