Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμαλθακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
καταμαραίνω
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμαρτύρομαι
καταμασάομαι
καταμάσσω
καταμαστιγόω
καταμαστίζω
κατάμαστρος
καταματτεύομαι
καταμάχησις
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεγαλαυχέομαι
καταμεθύσκω
View word page
καταμάσσω
wipe off
ShortDef
wipe off
Debugging
Headword:
καταμάσσω
Headword (normalized):
καταμάσσω
Headword (normalized/stripped):
καταμασσω
IDX:
46039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46040
Key:
Data
{'content': 'wipe off'}