Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄμιθα
ἄμικτος
Ἀμίλκας
ἅμιλλα
ἁμιλλάομαι
ἁμίλλημα
ἁμιλλητέον
ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητήριος
ἁμιλλητικός
ἀμίλτωτος
ἀμιμητόβιοι
ἀμιμητόβιος
ἀμίμητος
ἀμιξία
ἅμιππος
ἀμίς
ἀμίσαλλος
ἀμισής
ἀμισθί
ἀμισθία
View word page
ἀμίλτωτος
not painted red

ShortDef

not painted red

Debugging

Headword:
ἀμίλτωτος
Headword (normalized):
ἀμίλτωτος
Headword (normalized/stripped):
αμιλτωτος
IDX:
4603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4604
Key:

Data

{'content': 'not painted red'}