Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
καταμαραίνω
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμαρτύρομαι
καταμασάομαι
καταμάσσω
καταμαστιγόω
καταμαστίζω
κατάμαστρος
καταματτεύομαι
καταμάχησις
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
καταμεγαλαυχέομαι
View word page
καταμασάομαι
chew, bite
ShortDef
chew, bite
Debugging
Headword:
καταμασάομαι
Headword (normalized):
καταμασάομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμασαομαι
IDX:
46038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46039
Key:
Data
{'content': 'chew, bite'}