Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
καταμαραίνω
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμαρτύρομαι
καταμασάομαι
καταμάσσω
καταμαστιγόω
καταμαστίζω
κατάμαστρος
καταματτεύομαι
καταμάχησις
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλύνω
View word page
καταμαρτύρομαι
bear witness against

ShortDef

bear witness against

Debugging

Headword:
καταμαρτύρομαι
Headword (normalized):
καταμαρτύρομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμαρτυρομαι
IDX:
46037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46038
Key:

Data

{'content': 'bear witness against'}