Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
καταμαραίνω
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμαρτύρομαι
καταμασάομαι
καταμάσσω
καταμαστιγόω
καταμαστίζω
κατάμαστρος
καταματτεύομαι
καταμάχησις
View word page
καταμαργάω
to be stark mad
ShortDef
to be stark mad
Debugging
Headword:
καταμαργάω
Headword (normalized):
καταμαργάω
Headword (normalized/stripped):
καταμαργαω
IDX:
46034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46035
Key:
Data
{'content': 'to be stark mad'}