Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
καταμαραίνω
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμαρτύρομαι
καταμασάομαι
καταμάσσω
καταμαστιγόω
καταμαστίζω
κατάμαστρος
καταματτεύομαι
View word page
καταμαραίνω
cause to wither

ShortDef

cause to wither

Debugging

Headword:
καταμαραίνω
Headword (normalized):
καταμαραίνω
Headword (normalized/stripped):
καταμαραινω
IDX:
46033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46034
Key:

Data

{'content': 'cause to wither'}