Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταμαθητέον
καταμαθητικός
καταμαίνομαι
καταμάκτης
κατάμακτος
καταμαλακίζω
καταμαλάσσω
καταμαλθακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεία
καταμαντεύομαι
καταμαραίνω
καταμαργάω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμαρτύρομαι
καταμασάομαι
καταμάσσω
καταμαστιγόω
καταμαστίζω
κατάμαστρος
View word page
καταμαντεύομαι
to divine, surmise

ShortDef

to divine, surmise

Debugging

Headword:
καταμαντεύομαι
Headword (normalized):
καταμαντεύομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμαντευομαι
IDX:
46032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46033
Key:

Data

{'content': 'to divine, surmise'}